θεόφορος — θεόφορος, ον (AM) θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φορος (< φέρω), πρβλ. διά φορος, φαρετρή φορος] … Dictionary of Greek
θεόφορος — bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφόρος — α, ο που έχει μέσα του το Θεό, που εμπνέεται από το Θεό, θεόπνευστος: Θεοφόροι πατέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Богоносец — (Θεοφόρος) носящий в себе Бога, употребляется как почетное наименование в приложении к святым отцам вообще; в частности, оно усвояется св. Игнатию, еп. Антиохийскому, по преимуществу, и он обыкновенно называется: Игнатий Богоносец. Он сам в своих … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
θεόφορον — θεόφορος bearing masc/fem acc sg θεόφορος bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφόροις — θεόφορος bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφόρου — θεόφορος bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφόρους — θεόφορος bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφόρων — θεόφορος bearing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφόρῳ — θεόφορος bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)